- ιέραξ
- Γένος αρπακτικών πουλιών, της οικογένειας των ιερακιδών, γνωστό κυρίως με το όνομα γεράκι (βλ. λ.).
* * *ὁ (ΑΜ ἱέραξ, -ακος, Α ιων. και επικ. τ. ἴρηξ, δωρ. τ. ἱάραξ)το πτηνό γεράκι («ἴρηξ ὠκύπτερος», Ομ. Ιλ.)αρχ.1. είδος ψαριού2. ονομασία αξιώματος τών μυημένων στη λατρεία τού Μίθρα3. είδος επιδέσμου.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἱέραξ είναι υστερογενής. Ο ομηρ. τ. είναι ἴρηξ και παρ' όλο που στον Όμηρο δεν απαντά με F-, η γλώσσα τού Ησύχ. βείρακεςἱέρακες οδηγεί σε αρχικό τ. *Fῑράξ με F και επίθημα -ᾱκ-, το οποίο είναι συχνό σε ονομασίες ζώων (πρβλ. βάρβαξ). Υπέθεσαν επίσης ότι ο πρωταρχικός τ. ήταν *Fῑρος και συνδεόταν με το (F)ίεμαι «ορμώ» (άρα *Fῑρος = ορμητικός). Για τον σχηματισμό τού υστερογενούς τ. ἱέραξ είναι πιθανή η παρετυμολογική επίδραση τού ἱερός*. Η λ., εκτός από το γνωστό πτηνό, δήλωνε αργότερα και ένα είδος ψαριού. Από το ἱέραξ προήλθε, μέσω τού υποκορ. ἱεράκιον, το νεοελλ. γεράκι*.ΠΑΡ. ιερακάριος, ιεράκιο(ν)αρχ.ιερακείον, ιεράκειος, ιερακία, ιερακιάς, ιερακίδιον, ιερακίζω, ιερακίσκος, ιερακίτης, ιερακώδηςμσν.-νεοελλ. ιερακιδεύς.ΣΥΝΘ. ιερακοειδής, ιερακοτρόφοςαρχ.ιερακοβοσκός, ιερακοκτόνος, ιερακόμορφος, ιερακοπόδιον, ιερακοπρόσωπος, ιερακοτάφοςμσν.ιερακοκόμματοςνεοελλ.ιερακοκέφαλος, ιερακοσόφιο(ν)].
Dictionary of Greek. 2013.